οὐραγῶ

οὐραγῶ
οὐραγέω
to be
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
οὐραγέω
to be
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
οὐρᾱγῶ , οὐραγός
leader of the rearguard
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ουραγώ — (Α οὐραγῶ, έω) [ουραγός] 1. είμαι ουραγός, διοικώ την ουραγία 2. είμαι στην ουρά, στο τέλος μιας σειράς ή μιας κατάταξης, ακολουθώ τελευταίος αρχ. 1. μτφ. καθυστερώ, βραδύνω («ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει», ΠΔ) 2. φρ. «τὸ οὐραγοῡν ζυγόν» οι… …   Dictionary of Greek

  • ουραγώ — είμαι ουραγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐραγῷ — οὐρᾱγῷ , οὐραγός leader of the rearguard masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απουραγώ — ἀπουραγῶ ( έω) (Α) [ουραγώ] οδηγώ την οπισθοφυλακή, καλύπτω τα νώτα της παράταξης …   Dictionary of Greek

  • ουράγημα — οὐράγημα, τὸ (Μ) [ουραγώ] η ουραγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”